Όταν χαθεί και ο τελευταίος λαϊκός ζωγράφος, τεχνίτης ή μάστορας, όταν σβήσει η φωνή και του τελευταίου ρεμπέτη, καραγκιοζοπαίχτη, παραμυθά ή λυράρη, όταν αχρηστευθεί και η τελευταία μοιρολογίστρα ή υφάντρα του χωριού, όταν ξεθωριάσει το τατουάζ και του τελευταίου βαρυποινίτη, και σιγάσει το στεντόρειο και μελωδικό ντελάλημα του τελευταίου γύφτου γυρολόγου, τότε θα συνειδητοποιήσουμε, άοπλοι πια, πως η ελευθερία που είχαμε ελπίσει, σπάζοντας τα δεσμά της παλιάς συμβιωτικής κοινωνίας, δεν έκρυβε –μέσα στις συνθήκες γενικευμένης καπιταλιστικής ενσωμάτωσης- παρά ένα νέο ραγιαδισμό και μιαν άλλη πιο βαθιά αλλοτρίωση: την εξουθένωση κάθε πηγαίας δημιουργικότητας, την ισοπέδωση κάθε πολιτισμικής ποικιλίας, τον εξανδραποδισμό κάθε αυθόρμητης συλλογικής πρωτοβουλίας που η υπερπροσφορά εμφιαλωμένης εικόνας, κονσερβαρισμένου ήχου και ετοιμοπαράδοτου λόγου καταδικάζουν στον από ασφυξία θάνατο.
Όταν την αιωνόβια σοφία του αναλφάβητου εκτοπίσει οριστικά η αυθάδης ημιμάθεια του οποιουδήποτε «εγγράμματου», τότε θα γίνει κατανοητό πως αν πολεμήσαμε τόσο καιρό για να απαλλαγούμε από τις παλιές προλήψεις, δεν ήταν παρά για να τις αντικαταστήσουμε με άλλες πιο «λειτουργικές» σ’ ένα σύστημα που μας υπόσχεται την πολιτισμική έρημο.
( Σ. Δαμιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός)