Εκφωνήθηκε στην εκδήλωση μνήμης στις 18.6 στο Γαλαξία.
Σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλοι και φίλες,
Σήμερα ρίχνουμε φως στην άδεια θέση του συντρόφου και φίλου μας.
Ήρθαμε σ’ ένα χώρο ο οποίος δεν παραδόθηκε σε ιδιώτες επειδή υπήρξαν άνθρωποι σαν τον Τάσο που είπαν ότι αυτό που αγαπάμε δεν το πουλάμε. Κι αν δεν έγινε έτσι όπως τον θέλαμε, κι αν δεν είναι εδώ ο Τάσος για να ξαναπροσπαθήσουμε όλοι μαζί, θα έρθουν άλλοι που θα το πάρουν στα σοβαρά, όπως στα σοβαρά έπαιρνε ο Τάσος αυτά που είχαμε να κάνουμε. Ο Χικμέτ λέει ότι «πρέπει να την πάρεις σοβαρά την ζωή, έτσι, γιατί τον θάνατο δεν θα τον πιστεύεις».
Ο Τάσος, ας πούμε, δεν πίστευε ότι ο θηριώδης κόσμος των ιδιωτικοποιήσεων είναι ο «καλύτερος δυνατός κόσμος» κι έγινε κομμουνιστής εν έτει 1999, κομμουνιστής στα χρόνια του Χρηματιστηρίου, δηλαδή χωρίς καμιά καβάτζα. Κι έτσι συναντηθήκαμε και πορευτήκαμε για παραπάνω από μια δεκαετία και είμαστε τώρα μια υπολογίσιμη ανατρεπτική δύναμη στην περιοχή μας, πράγμα όχι ακριβώς αυτονόητο την εποχή που επιλέγαμε να διευρύνουμε το πεδίο της σύγκρουσης στην πόλη. Σ’ αυτή τη διαδρομή, σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της, αλλά και στο αργό ξετύλιγμα της καθημερινής, άχαρης δουλειάς γνωρίζαμε χωρίς πολλά-πολλά ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στον Τάσο.
Για παράδειγμα, κάθε φορά που είχαμε να βγάλουμε εφημερίδα, το μόνο σίγουρο και καλογραμμένο κείμενο που θα ‘ρχόταν στην ώρα του ήταν από εκείνον, δεν το «πιστόλιαζε», όπως έλεγε. Στην εφημερίδα μας, στο «Πριν» και στις «Αναιρέσεις» ξεδιπλώθηκε το δημοσιογραφικό του ταλέντο. Και χωρίς εκ των υστέρων εξιδανικεύσεις πιστεύουμε ότι η μαχόμενη, αριστερή δημοσιογραφία έχασε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να την υπηρετήσει με συνέπεια.
Ο Τάσος ήταν από εκείνους τους κομμουνιστές που πήγαινε στο γήπεδο. Γι’ αυτόν το γήπεδο ήταν δημόσιος χώρος, λαϊκό πανηγύρι και κοινότητα, από τις 12 το μεσημέρι στην πλατεία με τους Πανιώνιους –άλλη αξιοπρεπή μειοψηφία και αυτοί- και τις ατελείωτες συζητήσεις για έναν σύλλογο έξω από τα κυκλώματα, αντάξιο της προσφυγικής ιστορίας του, βασισμένο στους ανθρώπους της γειτονιάς.
Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά, στην πλατεία μας, πίναμε και γελάγαμε μ’ εκείνες τις χοντρές πλάκες μας που δε λέγονται εδώ, ξεκαρδιζόμασταν με την παροιμιώδη άρνησή σου να μετακινηθείς από την καρέκλα σου και εσύ μας έλεγες «παλτά», ήμασταν φίλοι και αδέρφια. Στα γλέντια και στις χαρές μας θα κρατάμε ένα ποτήρι για σένα.
Όταν φεύγει ένας σύντροφος μας δίνει την ευκαιρία να ξαναψάξουμε το νόημα στην αλληλεγγύη και την τρυφερότητα, να ξαναδούμε με άλλο βλέμμα τον κόσμο και τους ανθρώπους μας, τα μεγάλα μας όνειρα. Να σκεφτούμε πόσο πολύτιμοι και ανεπανάληπτοι είναι οι συνταξιδιώτες μας.
Τάσο, είπαμε στη Νίκη να ‘ρχεται στο σχήμα, να ‘ναι κομμάτι της ζωής μας, και σκεφτόμαστε τους γονείς σου με αγάπη. Όσο για την Στέλλα, τη συντρόφισσα και φίλη μας, ξέρουμε ότι θα συμπορεύομαστε σε κάθε μικρή και μεγάλη μάχη.
Στο τελευταίο σχήμα αποφασίσαμε να κάνουμε μια εκδήλωση στις 30 Ιουνίου στη μνήμη σου για το νουάρ μυθιστόρημα, που τόσο αγαπούσες και στο οποίο μας μύησες. Θα ‘ναι μια εκδήλωση όπου θα ανοίξουμε τα παράθυρά σου στον κόσμο, μια εκδήλωση για τους ήρωες του σκληρού αντάρτη Τσαβαρία και τις σκοτεινές φιγούρες του Τάιμπο, του Ιζζώ, του Αττιά, του Ράνκιν και άλλων. Σας καλούμε να παρευρεθείτε.
Από τη Μια Πόλη Ανάποδα λοιπόν ένας χαιρετισμός, που είναι κόμπος στο λαιμό, και μια φωτογραφία σου στην καρδιά μας. Ένας χαιρετισμός από όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες μας, κι άμα ήταν εδώ και από τον Θανάση που χάσαμε πρόσφατα, και από τους πιο νέους συντρόφους μας στο σχήμα που δεν σε γνώρισαν, αλλά άκουσαν ότι έδωσες τα χρήματα που ‘χες μαζέψει στο σχήμα και την οργάνωσή σου –σα να μας μοίραζες την υπόσταση σου–, από τους φίλους μας στην πλατεία και τον Πανιώνιο, –μ’ ένα τραγούδι του Άκη Πάνου που μόλις είχαμε ανακαλύψει έναν Ιούλιο δυο χρόνια πριν σ’ εκείνο το αξέχαστο γλέντι μας «είναι πικρά, είναι φαρμάκι τα τελευταία τα φιλιά».