Άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο της Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης – Εργαζόμενοι Μηχανικοί
Η έννοια της ανάπτυξης στην εποχή μας έχει αναμφισβήτητα καταστεί κεντρική ιδέα, αναπόσπαστο τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας, ταυτιζόμενη με την πρόοδο και την κοινωνική εξέλιξη. Μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση των σχέσεων περιβάλλοντος και ανάπτυξης, περνάει από την αμφισβήτηση της ταύτισης ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης.
Η εμφάνιση αυτής της έννοιας ανάγεται στην εποχή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για την περίοδο της λεγόμενης «αποαποικιοποίησης» όπου οι αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες καταρρέουν, νέα ανεξάρτητα κράτη εμφανίζονται στον λεγόμενο «Τρίτο Κόσμο» και η έξοδός τους από τη φτώχια και τα γενικότερα προβλήματα που κληρονόμησαν από την προηγούμενη περίοδο, θωρείται ζητούμενο. Στην πραγματικότητα το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση μιας νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων, στο πλαίσιο της οποίας οι πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις και γενικότερα οι χώρες του καπιταλιστικού κέντρου θα εξακολουθούν να κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά στις χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας και σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται το κυρίαρχο, συμβατικό υπόδειγμα ανάπτυξης.
Το υπόδειγμα αυτό δεν είναι το μοναδικό, δεδομένης και της ύπαρξης του μαρξιστικού αναπτυξιακού υποδείγματος. Όμως λόγω της τελικής του επικράτησης και της κυρίαρχης θέσης του σήμερα, δεν μπορεί παρά να μας απασχολήσει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της συζήτησης για την σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης.
Στην συμβατική έννοια της ανάπτυξης κυρίαρχα είναι κατ’ αρχήν τα ποσοτικά κριτήρια σε βάρος των ποιοτικών χαρακτηριστικών. Έτσι η έννοια της ανάπτυξης (development) ταυτίζεται απόλυτα με την έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης (growth), δηλαδή την ποσοτική οικονομική αύξηση με κύριο δείκτη το ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π. Στη λογική της ποσοτικοποίησης επιχειρήθηκε να δοθεί ποσοτικό περιεχόμενο στις διαδικασίες ανάπτυξης που πρέπει να υιοθετηθούν από όλες τις χώρες που επιθυμούν να αναπτυχθούν. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον W. Rostow, κλειδί στη διαδικασία της ανάπτυξης θεωρείται το ποσοστό των αποταμιεύσεων και επενδύσεων στο εθνικό εισόδημα. Όταν το ποσοστό αυτό ανεβαίνει από 5% σε 10% ή περισσότερο, η κοινωνία βρίσκεται στο στάδιο της «απογείωσης», που οδηγεί στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρότυπο του W. Rostow ως τελικός σκοπός μιας κοινωνίας, ορίζεται η είσοδος στο στάδιο της «μαζικής κατανάλωσης», όπου οι πολίτες μπορούν να ικανοποιήσουν περισσότερες από τις βασικές τους ανάγκες και η κατανάλωση μετατοπίζεται στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά και στις υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, κτλ.) Ενδεικτικό του πολιτικού πλαισίου στο οποίο εμφανίστηκε το συμβατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα είναι ο τίτλος του σημαντικότερου ίσως βιβλίου του W. Rostow: Τα στάδια της οικονομικής μεγέθυνσης – Ένα μη κομμουνιστικό μανιφέστο (1960). Οι ποσοτικές οικονομικές αντιλήψεις αυτής της σχολής πλαισιώθηκαν αργότερα από κοινωνιολογικές και άλλες προσεγγίσεις, συγκροτώντας έτσι το λεγόμενο «εκσυγχρονιστικό υπόδειγμα» ανάπτυξης. Σύμφωνα με το εκσυγχρονιστικό υπόδειγμα η ανάπτυξη περνάει και από τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που αποτελούν το αποκρυστάλλωμα «αρχαϊκών» και «αντιπαραγωγικών» αντιλήψεων και συμπεριφορών. Έτσι στο οικονομικό έλλειμμα κεφαλαίων, προστίθεται και το πολιτιστικό έλλειμμα επιχειρηματικού πνεύματος σαν παράγοντας ανασταλτικός της ανάπτυξης μιας κοινωνίας.
Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να πούμε ότι η κυρίαρχη άποψη περί ανάπτυξης συνοψίζεται την υιοθέτηση της σύγχρονης δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας ως κανονιστικό πρότυπο για τις υπόλοιπες χώρες, οι οποίες οφείλουν να αποβάλλουν τα παραδοσιακά, τοπικά τους χαρακτηριστικά και να διατρέξουν το συντομότερο δυνατόν τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης από τα οποία πέρασε η Δύση. Σύμφωνα με το αναπτυξιακό αυτό υπόδειγμα η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών εκτυλίσσεται ως μια αναγκαστική διαδοχή σταδίων, σύμφωνα με ένα καθολικής ιστορικής ισχύος πρότυπο, το οποίο δεν είναι άλλο από το πρότυπο της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Παρά τις εξωοικονομικές παραμέτρους που εισήγαγε στην έννοια της ανάπτυξης το εκσυγχρονιστικό υπόδειγμα, το επίπεδο της ανάπτυξης μιας χώρας εξακολουθεί για την κυρίαρχη, συμβατική αντίληψη να μετριέται με δείκτες καθαρά ποσοτικούς όπως το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, οι ρυθμοί αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και του Εθνικού Εισοδήματος κ.ά. Για τη συμβατική οικονομική επιστήμη δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ανάπτυξη εξακολουθεί να ταυτίζεται με την οικονομική μεγέθυνση.
Για τις συμβατικές θεωρίες ανάπτυξης – υπανάπτυξης, τα αίτια της τελευταίας είναι εσωτερικά, οφείλονται σε αιτίες όπως ο χαμηλός ρυθμός σχηματισμού κεφαλαίων και άρα επενδύσεων, οι παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές κτλ. και επομένως υποδεικνύεται στις υπανάπτυκτες χώρες μια τακτική προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και μια στρατηγική εκσυγχρονισμού των κοινωνικοπολιτικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτών των αντιλήψεων σημαντικός ρόλος αποδίδεται και στο εξωτερικό εμπόριο μιας χώρας ως παράγοντας που συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση. Οι αντιλήψεις αυτές ανάγονται στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος του D. Ricardo, που διατυπώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάθε χώρα μπορεί να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση με το να εξειδικευτεί στην παραγωγή και εξαγωγή εκείνων των εμπορευμάτων, στα οποία η συγκεκριμένη χώρα εμφανίζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες. Οι διαφορετικές χώρες παρουσιάζουν διαφορετικά διαθέσιμα όσον αφορά τους συντελεστές της παραγωγής (πρώτες ύλες, κεφάλαιο, εργασία). Μία χώρα θα πρέπει να εξειδικεύεται στην παραγωγή και εξαγωγή εκείνων των εμπορευμάτων για τα οποία διαθέτει αφθονία σε κάποιον από τους συντελεστές της παραγωγής (π.χ. πρώτες ύλες), επιτυγχάνοντας έτσι να παράγει αυτά τα εμπορεύματα με συγκριτικά χαμηλότερο κόστος. Για παράδειγμα, μια χώρα που διαθέτει άφθονο εργατικό δυναμικό και περιορισμένα κεφάλαια, θα πρέπει να εξειδικεύεται στην παραγωγή προϊόντων που απαιτούν τεχνικές έντασης εργασίας. Να εξάγει συνεπώς τέτοιου τύπου προϊόντα και να εισάγει άλλα, που απαιτούν για την παραγωγή τους τεχνικές έντασης κεφαλαίου, από τις χώρες που διαθέτουν αφθονία κεφαλαίων. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αντίληψη, όλες οι χώρες της διεθνούς κοινότητας αποκομίζουν οικονομικό όφελος από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπου κάθε χώρα εξειδικεύεται και εξάγει μόνο εκείνα τα εμπορεύματα τα οποία μπορεί να παράγει με συγκριτικά χαμηλό κόστος. Αυτή η διαδικασία οδηγεί, όπως επιχειρηματολογεί αυτή η θεωρία, σε εξίσωση της κατανομής του διεθνούς εισοδήματος.
Συνεπώς η αντίληψη αυτή αποδεχόμενη το ελεύθερο διεθνές εμπόριο και τον υπάρχοντα διεθνή καταμερισμό εργασίας, καταλήγει αν την ακολουθήσουμε με συνέπεια μέχρι τα έσχατα όριά της ότι δεν μπορούμε να παράγουμε τίποτα για τον εαυτό μας εκτός αν το παράγουμε αρκετά «αποτελεσματικά» ώστε να εξασφαλίζουμε εξαγωγές. Τέλος στο πλαίσιο της παραδοσιακής έννοιας της ανάπτυξης, αξίζει να αναφέρουμε και την τυπική άποψη ότι η ανάπτυξη με την έννοια της μεγέθυνσης οδηγεί σε συνολική άνοδο του βιοτικού επιπέδου μέσω του μηχανισμού της «διάχυσης προς τα κάτω των οικονομικών ωφελημάτων» (trickle down effect). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη π.χ. οι άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου από τις ανεπτυγμένες χώρες στις υπανάπτυκτες, δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισοδήματα για τους φτωχούς κατοίκους τους, κάτι που σημαίνει περισσότερη ενεργό ζήτηση και κατά συνέπεια μεγαλύτερη παραγωγή βασικών αγαθών, άρα άνοδο του βιοτικού επιπέδου και συνολικά της οικονομίας αυτών των χωρών. Στο πλαίσιο των ήδη ανεπτυγμένων χωρών, «μεγαλώνει η πίτα» του εθνικού πλούτου, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερο πλεόνασμα προς φορολόγηση και άρα περισσότερα κονδύλια για να διαθέσουν οι κυβερνήσεις στην καταπολέμηση της φτώχειας.
1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Εδώ και λίγες δεκαετίες έχουν γίνει φανερά τα όρια που το φυσικό περιβάλλον θέτει στην ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή καθεαυτή προϋποθέτει γενικά την άντληση πόρων, πρώτων υλών, ενέργειας κτλ. από το φυσικό περιβάλλον και την απόρριψη αποβλήτων. Η ικανότητα όμως του περιβάλλοντος να προμηθεύει πόρους και να απορροφά απόβλητα είναι εμφανές ότι δεν είναι απεριόριστη. Σήμερα τα προβλήματα στη σχέση της ανάπτυξης με το περιβάλλον είναι προφανή σε όλα τα πεδία και τείνουν να επιδεινώνονται. Η καταστροφή του στρώματος του όζοντος και η υπερθέρμανση του πλανήτη, ο αφανισμός των τροπικών δασών και των κοραλλιογενών νήσων, οι αλιευτικές καταχρήσεις, η εξαφάνιση διάφορων ειδών και η απώλεια της γενετικής ποικιλότητας, η αυξανόμενη τοξικότητα του περιβάλλοντος και της τροφής μας, η απερήμωση, η συρρίκνωση των υδάτινων αποθεμάτων και η έλλειψη καθαρού νερού, η ραδιενεργός μόλυνση κ.α. είναι ίσως τα σημαντικότερα. Έτσι η σχέση της ανάπτυξης με το περιβάλλον αποτελεί το επίκεντρο της προβληματικής του οικολογικού κινήματος σε όλες του τις εκδοχές. Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν βασικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ αυτών των εκδοχών, το αν οδηγούνται στην αποδοχή των νόμων της αγοράς και του συμβατικού υποδείγματος ανάπτυξης με στόχο την εισαγωγή οικολογικών, περιβαλλοντικών κριτηρίων σε αυτού του είδους την ανάπτυξη, στο «πρασίνισμα» δηλαδή του καπιταλισμού ή αν αντίθετα προϋποθέτουν τη ριζική αλλαγή τους ή και την ολοκληρωτική ανατροπή τους. Στη σύγχρονη οικολογική σκέψη ο όρος βιωσιμότητα ή αειφορία (sustainability) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1982 από τον I. Sachs, για τον οποίο αειφορία των συστημάτων είναι εκείνη η δυναμική κατάσταση των συστημάτων, των οποίων η φέρουσα ικανότητα δεν διαρρηγνύεται.Η πρόταση για την καθιέρωση του όρου της βιώσιμης ανάπτυξης (sustainable development) και των πολιτικών που τον συνοδεύουν, εισάγεται επίσημα στη δημόσια συζήτηση το 1987 από την τότε πρωθυπουργό της Νορβηγίας G. H. Brundtland, συντονίστρια των εργασιών της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, η οποία στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. εκπόνησε την έκθεση με τίτλο «το κοινό μας μέλλον». Στην έκθεση αυτή, αειφόρος ορίζεται η ανάπτυξη η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.Πηγή της έμπνευσης της ιδέας της αειφόρου ανάπτυξης υπήρξε η δασοπονία και πιο συγκεκριμένα μια μορφή διαχείρισης: η επιλεκτική υλοτόμηση των δασών εκ περιτροπής σε διάφορα σημεία, έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα φυσικής αναγέννησης του τμήματος που κάθε φορά υλοτομείται. Έτσι όταν αφαιρείται από το δάσος – κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα που ονομάζονται χρόνοι περιφοράς – όγκος ξύλου ίσος ή και λιγότερος με αυτόν που έχει παραχθεί κατά το θεωρούμενο χρονικό διάστημα, λέγεται ότι το δάσος αειφορεί. Αντιμετωπίζεται δηλαδή το δάσος ως ανανεούμενη πηγή ξυλώδους μάζας που δεν εξαντλείται, αφού νέα ποσότητα ξύλου ίση με αυτή που αφαιρέθηκε, παράγεται από τα παραμένοντα δέντρα. Τέλος το 1992 η αειφόρος ανάπτυξη υιοθετείται από τη διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, την περίφημη Agenda 21, ως έννοια που αποδέχεται ρητά τη συνέχιση της αναπτυξιακής διαδικασίας και τη διαρκή οικονομική μεγέθυνση με τους παρόντες ή και ταχύτερους ρυθμούς, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η αειφορία των οικοσυστημάτων. Υιοθετώντας τη λογική της επιταχυνόμενης οικονομικής μεγέθυνσης, δηλαδή το συμβατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα, η βιώσιμη ανάπτυξη καθίσταται κυρίαρχη ιδεολογία. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο καθίσταται σαν έννοια αρκετά ασαφής στο βαθμό που την επικαλούνται σχεδόν οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων ενίοτε και αντιθετικών απόψεων. Εξαρτάται αν η έμφαση δίνεται στην βιωσιμότητα ή στην ανάπτυξη: για παράδειγμα στο πλαίσιο των εργασιών της συνδιάσκεψης του Ρίο η θέση της αμερικάνικης κυβέρνησης ήταν ότι η έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης» σημαίνει κατά πρώτο λόγο ότι πρέπει να καταπολεμηθεί κάθε περιβαλλοντικός στόχος ο οποίος μπορεί να ερμηνευτεί ως ανασταλτικός παράγοντας της ανάπτυξης.
Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης έχει και θετικές πλευρές. Υπήρξε χρήσιμο εργαλείο κριτικής σε πολλές αντιπεριβαλλοντικές αναπτυξιακές επιλογές, ενώ πολύ σημαντική είναι η λεγόμενη «αρχή της πρόληψης», σύμφωνα με την οποία όταν ο καθορισμός της φέρουσας ικανότητας ενός οικοσυστήματος ή και ολόκληρης της βιόσφαιρας δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί επιστημονικά με ακρίβεια, πρέπει να αποφεύγεται η διακινδύνευση της πρόκλησης μη αντιστρεπτών βλαβών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο εισηγητής της έννοιας της βιωσιμότητας I. Sachs, δεν αποδέχεται το συμβατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα, καθώς απορρίπτει την μεγεθυντική και εντατική παραγωγικότητα σε όφελος μιας μορφής οικονομικής οργάνωσης μικρής κλίμακας, με κύρια χαρακτηριστικά την αποκέντρωση πόρων, πληθυσμού και δραστηριοτήτων, την τοπικότητα και την ποικιλομορφία. Απορρίπτει επίσης τον καταναλωτισμό, προτείνοντας την αυτό-παραγωγή μιας σειράς βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα και τέλος απορρίπτει ρητά την εφαρμογή του συγκριτικού πλεονεκτήματος και της περιφερειακής εξειδίκευσης, καθώς η παραγωγική «μονοκαλλιέργεια» οδηγεί σε οικονομική εξάρτηση από παράγοντες που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν, όπως το χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Αρκεί μια αιφνίδια μεταβολή των δεδομένων για να οδηγηθούν ολόκληρες κοινωνίες σε οικονομική κρίση και μεγάλης έκτασης εκπτώχευση. Αντίθετα η έκθεση Brundtland θεμελιώνεται σε τρεις πολύ διαφορετικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες η συνέχιση της ανάπτυξης: α) Είναι το κλειδί για την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού μπορεί να εξαλείψει τη φτώχεια. β) Είναι το κλειδί για την προστασία του περιβάλλοντος, κυρίως επειδή η εξάλειψη της φτώχιας θα εξαφάνιζε ένα σημαντικό παράγοντα καταστροφής του περιβάλλοντος, ενώ συγχρόνως θα οδηγούσε στην ενδυνάμωση και διεύρυνση της βάσης των περιβαλλοντικών πόρων. γ) θα μπορούσε να μην έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον, αν τα βιομηχανικά έθνη συνέχιζαν τις πρόσφατες μεταβολές στο περιεχόμενο της ανάπτυξής τους προς δραστηριότητες χαμηλότερης έντασης ενέργειας και πρώτων υλών, καθώς και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους όσον αφορά τη χρήση πρώτων υλών και ενέργειας. Στις παραπάνω αρχές έχει ασκηθεί καταλυτική κριτική. Στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς το οποίο η έκθεση θεωρεί δεδομένο, αυτό που υπονοείται με την έννοια της ανάπτυξης που θα εξαλείψει τη φτώχεια, είναι το φαινόμενο της διάχυσης των οικονομικών ωφελημάτων προς τα κάτω (trickle down effect). Όμως στην πραγματικότητα πολύ μικρό ποσοστό από τον πλούτο που δημιουργεί η ανάπτυξη με την έννοια της μεγέθυνσης διαχέεται στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Το μεγαλύτερο ποσοστό το καρπώνονται οι ήδη σχετικά πλούσιοι. Ακόμα και στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών το γεγονός ότι πράγματι «μεγαλώνει η πίτα» του εθνικού πλούτου δεν έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη της φτώχειας αλλά την αύξηση των ανισοτήτων. Σχετικά λίγα άτομα πλουτίζουν γρήγορα, οι υπόλοιποι μένουν στάσιμοι ενώ πολλοί φτωχαίνουν. Αντίστοιχα και σε ότι αφορά το σημείο β), μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι η ανάγκη εξάλειψης της φτώχειας αυτή καθεαυτή που προκαλεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα στις υπανάπτυκτες χώρες, αλλά η αντίληψη ότι η φτώχεια θα εξαλειφθεί μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης. Όσον αφορά τη θέση που υπονοείται, ότι η ανάπτυξη με την έννοια της μεγέθυνσης θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα κέρδη, τα οποία θα μπορούν να επενδυθούν σε «πράσινες» τεχνολογίες ή όταν φορολογηθούν θα μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των πόρων για την προστασία του περιβάλλοντος, σχολιάζεται από τον T. Trainer ως εξής: «είναι σαν να λες πρέπει να τρώω περισσότερο για να έχω περισσότερη ενέργεια ώστε να γυμνάζομαι κι έτσι να χάσω βάρος.» Τέλος σε ότι αφορά το γ), σύμφωνα με τον Τ. Φωτόπουλο «αν και θα συμφωνούσε κανείς ότι έχουν επιτευχθεί κάποια οφέλη ως προς τον έλεγχο της μόλυνσης και την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας και των φυσικών πόρων, εν τούτοις δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι τα οικολογικά προβλήματα έχουν καταστεί, ως αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων, λιγότερο σοβαρά ή λιγότερο απειλητικά. Μάλιστα, φαίνεται ότι ισχύει το αντίθετο με όλα τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα, δηλαδή το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την όξινη βροχή, τη μείωση του όζοντος, την αποψίλωση των δασών, την ερημοποίηση, την καταστροφή των ειδών κτλ.» Αναμφισβήτητα έχουν γίνει βελτιώσεις στην κατεύθυνση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας στη χρήση της ενέργειας και των πρώτων υλών αλλά συνοδεύονται από τεράστια οικονομική μεγέθυνση, έτσι ώστε ο συνολικός αντίκτυπος στο περιβάλλον να χειροτερεύει. Τα όλο και περισσότερα προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά ακυρώνουν τα αποτελέσματα του μειωμένου αντίκτυπου που έχει στο περιβάλλον η παραγωγή του καθενός από αυτά.Η ρητή αποδοχή της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης έχει οδηγήσει σε αυτό που ο Τ.Φωτόπουλος ονομάζει «φιλελεύθερο περιβαλλοντισμό». Πρόκειται για τη χρήση των φιλελεύθερων νεοκλασικών οικονομικών στην ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.
Κεντρική ιδέα σύμφωνα με τον Τζ. Μπ. Φόστερ είναι η λεγόμενη «κοστολόγηση της γης». Η κυρίαρχη άποψη περί αειφόρου ανάπτυξης τείνει να θεωρεί το ίδιο οικονομικό σύστημα το οποίο έχει προκαλέσει την παρούσα υποβάθμιση του παγκόσμιου περιβάλλοντος ως τη λύση των προβλημάτων τα οποία έχει δημιουργήσει. Η κεντρική ιδέα είναι η εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος, η ανάλυση του σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες, τα οποία τιμολογούνται και μετατρέπονται σε αγοραία και η (μερική έστω) ενσωμάτωση αυτού του κόστους στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, μέσω της δημιουργίας αγορών περιβαλλοντικών προϊόντων και πολιτικών πρακτικών που μέσω της φορολόγησης, των προστίμων και των επιδοτήσεων καθιερώνουν αγοραία κίνητρα προκειμένου να μεταβάλλουν τις τιμές στις υφιστάμενες αγορές.Για παράδειγμα ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα εργοστάσιο το οποίο προκαλεί ρύπανση της ατμόσφαιρας μέσω των καυσαερίων που παράγει. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η λύση είναι η μετατροπή του καθαρού αέρα σε αγοραίο προϊόν, η κοστολόγησή του και η ενσωμάτωση του κόστους της περιβαλλοντικής ζημιάς στον ισολογισμό του εργοστασίου. Πρακτικά αποδίδεται μια τιμή στην ατμοσφαιρική ρύπανση την οποία πληρώνοντάς την ο εργοστασιάρχης υποτίθεται ότι παύει να την εξωτερικεύει μετακυλίωντας την στην κοινωνία. Από εκεί και πέρα, εκτός από την επιβολή φόρων οι οποίοι θα αυξάνουν το κόστος πρόκλησης περιβαλλοντικής ζημιάς ή ενδεχομένως επιδοτήσεων οι οποίες θα αυξήσουν την ωφέλεια από περιβαλλοντικές αναβαθμίσεις, το κράτος αναλαμβάνει να ιδρύσει αγορές καθαρού αέρα, εκδίδοντας εμπορεύσιμες άδειες ρύπανσης. Έτσι γίνεται επιτρεπτή η ρύπανση έως ένα σημείο και δίνεται η δυνατότητα στους εργοστασιάρχες που μειώνουν τη ρύπανση που προκαλούν τα εργοστάσια τους παρακάτω απ’ αυτό το σημείο, να επωφεληθούν από την πώληση των αδειών ρύπανσης στους συναδέλφους τους που εξακολουθούν να ρυπαίνουν ακατάπαυστα. Αυτή άλλωστε είναι και η κεντρική ιδέα του Πρωτοκόλλου του Κυότο. Η εσωτερίκευση, η ένταξη στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων του περιβαλλοντικού κόστους όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση που αντιμετωπιζόταν ως εξωτερικός παράγοντας, δηλαδή ως κόστος που δεν επιβαρύνει την επιχείρηση αλλά το σύνολο της κοινωνίας, είναι η κεντρική ιδέα της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».
Βέβαια η αρχή ότι τα περιβαλλοντικά κόστη χρεώνονται στους ατομικούς υπαίτιους της ρύπανσης έχει πλήρη εφαρμογή στους απλούς καταναλωτές. Οι επιχειρήσεις απλώς τους μεταθέτουν το κόστος με τη μορφή υψηλότερων τιμών. Αυτός άλλωστε είναι και ο αντικειμενικός στόχος: να ακριβύνουν τα προϊόντα του εργοστασίου που ρυπαίνει πολύ, ώστε να καταστούν ανταγωνιστικά τα ακριβά αλλά καθαρά υποκατάστατα. Πρόκειται για μια ολόκληρη αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πραγματική πηγή της περιβαλλοντικής ζημιάς δεν είναι οι επιχειρήσεις αλλά οι «σπάταλοι» καταναλωτές των ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίοι όμως σε γενικές γραμμές απλά ακολουθούν ένα μοντέλο ζωής που περισσότερο τους έχει επιβληθεί παρά το έχουν επιλέξει (αυτό βέβαια δεν απαλλάσσει τον καθένα από την ατομική του ευθύνη). Στο πλαίσιο αυτό έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται «οικολογικά» μέτρα η αύξηση των τιμολογίων π.χ. του νερού ή του ηλεκτρικού ρεύματος ή η αύξηση των φόρων στα καύσιμα. Φυσικά η εμπορευματοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος συμβαδίζει με την εμπορευματοποίηση στοιχείων του κτισμένου, αστικού περιβάλλοντος που οδηγεί στην αύξηση της έμμεσης φορολόγησης. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης η λύση για το πρόβλημα της στάθμευσης είναι η εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση των θέσεων στάθμευσης με την εγκατάσταση παρκόμετρων, η λύση για το κυκλοφοριακό πρόβλημα είναι η εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση του οδικού δικτύου με την εγκατάσταση διοδίων κτλ. Παρόμοιας λογικής είναι και η χρέωση εισιτηρίων σε πάρκα και παραλίες προκειμένου να περιοριστεί η είσοδος σύμφωνα με τη δυνατότητα επιβολής του αντιτίμου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» εύκολα μετατρέπεται στο αντίστροφό της «ο πληρώνων ρυπαίνει». Η μετατροπή της βιόσφαιρας σε ένα σύνολο ξεχωριστών αγαθών και υπηρεσιών και η απόπειρα κοστολόγησης της μόλυνσης της, επιτρέπουν σε ιδιώτες, επιχειρήσεις ή κράτη να αγοράζουν το δικαίωμά τους να ρυπαίνουν. Μια εύλογη κριτική σ’ αυτήν την κυρίαρχη αντίληψη περί βιώσιμης ανάπτυξης είναι ότι ακόμη και αν το σύνολο ή έστω το μεγαλύτερο μέρος του περιβαλλοντικού κόστους που συνεπάγεται η ανάπτυξη ενσωματώνονταν στην αγορά (πράγμα μάλλον απίθανο καθώς θα συνεπάγονταν είτε μείωση των κερδών των επιχειρήσεων, είτε προϊόντα και υπηρεσίες πολύ ακριβά για τους καταναλωτές επομένως πάλι μείωση των κερδών, άρα αναστολή της ανάπτυξης), με αυτόν τον τρόπο απλά θα εγκαινιαζόταν μια εποχή πλήρους εμπορευματοποίησης της φύσης και ολοκληρωτικής καθυπόταξής της στους νόμους της αγοράς. Η λύση αυτή φαντάζει χειρότερη από το πρόβλημα. Η μετατροπή της φύσης σε καταναλωτικό αγαθό οδηγεί αναπόφευκτα στη συνεχή υποβάθμιση της και στη καταστροφή των πιο πολύτιμων στοιχείων της. Η αιτία βρίσκεται στην ίδια τη φύση της σημερινής εμπορευματικής καπιταλιστικής οικονομίας. Το μέσο ποσοστό κέρδους πρέπει να συνεχίζει να αυξάνεται και η συσσώρευση του κεφαλαίου να πραγματοποιείται σε μια κλίμακα ολοένα και μεγαλύτερη. Το αντίθετο συνεπάγεται οικονομική κρίση. Η επέκταση αυτή δεν γνωρίζει όρια και δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις στη βιόσφαιρα και τα όρια που θέτουν οι φυσικές διεργασίες. Η πηγή των προβλημάτων του περιβάλλοντος δεν είναι η αποτυχία ενσωμάτωσης μεγάλης μερίδας στοιχείων της φύσης στην οικονομία, αλλά ακριβώς αυτή η αναγωγή της φύσης ολοένα και περισσότερο σε ανταλλακτικές αξίες, η κατάλυση όλων των ποιοτικών σχέσεων και η μετατροπή τους σε ποσοτικές με όρους χρηματικής αξίας. Ας πάρουμε το παράδειγμα της σχέσης των δασικών οικοσυστημάτων με την υλοτομία. Το παράδειγμα αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό διότι η λεγόμενη ορθολογική εκμετάλλευση του δάσους υπήρξε η πηγή της έμπνευσης της ίδιας της ιδέας της βιώσιμης ανάπτυξης. Η διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων ανέκαθεν γίνονταν με αγοραία κριτήρια. Το δάσος ούτε βρίσκεται εκτός αγοράς, ούτε του λείπει η κοστολόγηση. Υποτίθεται ότι αν το δούμε ως «κεφάλαιο», η υλοτομία μπορεί να προσφέρει μια συνεχή παραγωγή ξύλου η οποία αντιστοιχεί στον «τόκο» ενώ το δάσος (το «κεφάλαιο») παραμένει σε καλή κατάσταση, ώστε να διαιωνίζεται η παραγωγική του ικανότητα. Έτσι έχουμε ταυτόχρονα και αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και σεβασμό των οικολογικών περιορισμών και διατήρηση του συστήματος της ελεύθερης αγοράς. Στην πραγματικότητα το γεγονός ότι η αγορά βλέπει τα δάση όχι ως οικοσυστήματα αλλά π.χ. ως ποσότητα διαθέσιμης ξυλείας, έχει σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση τους, αν όχι την καταστροφή τους. Ένα απείραχτο, ανεκμετάλλευτο δάσος το οποίο πιθανότατα αποτελείται από αιωνόβια δέντρα (τα οποία δεν μεγαλώνουν με ρυθμό που να δικαιολογείται σύμφωνα με τα τρέχοντα επιτόκια) είναι ταυτόχρονα ένα άθικτο δασικό οικοσύστημα που συντηρεί μια ποικιλία ειδών χλωρίδας και πανίδας και ένα «κεφάλαιο», ένας παραγωγικός πόρος. Υπό τη δεύτερη ιδιότητα του θα αξιοποιηθεί (δηλαδή θα υλοτομηθεί) και θα αντικατασταθεί από μια βιομηχανική καλλιέργεια με δέντρα της ίδιας ηλικίας και του ίδιου είδους, τα οποία θα μεγαλώσουν γρήγορα με τη βοήθεια βιομηχανικών χημικών για να υλοτομηθούν και να μετατραπούν σε εμπορεύματα κτλ. Το δάσος εξακολουθεί να παραμένει στην περιοχή, το δασικό οικοσύστημα όμως υποβαθμίζεται σε μια μονοκαλλιέργεια που δεν μπορεί πλέον να υποστηρίξει την ίδια ποικιλότητα ζωικών και φυτικών ειδών. Στην ουσία έχει επέλθει μια ακραία διαίρεση και απλοποίηση της φύσης από τη στιγμή που μετατράπηκε σε εμπόρευμα. Επομένως τα δασικά οικοσυστήματα απειλούνται όχι από την αποτυχία ενσωμάτωσης τους στο σύστημα της αγοράς, αλλά από τα φυσικά επακόλουθα, τις θεμελιώδεις λειτουργίες του ιδίου του εμπορευματικού συστήματος και την στενότητα των αντικειμενικών στόχων του, τον προσανατολισμό του στο ολοένα και μεγαλύτερο κέρδος. Η απόπειρα προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της εμπορευματοποίησης του, περιέχει στον πυρήνα της και έναν επιπλέον κίνδυνο. Κάποιες μορφές μείωσης της ρύπανσης συνειδητά απορρίπτονται επειδή δεν είναι με οικονομικούς όρους αποδοτικές, όπως προκύπτει από την ανάλυση κόστους – οφέλους. Το αντίθετο θα συνέβαινε αν αντιλαμβανόμασταν το φυσικό περιβάλλον σαν απόλυτη αξία. Η διαδικασία κοστολόγησης της φύσης είναι στην ουσία της ανορθολογική και τελικά αντιεπιστημονική, καθώς καταργεί όλες τις ποιοτικές σχέσεις, μετατρέποντας τις σε ποσοτικές. Ο μετασχηματισμός της φύσης σε ένα άθροισμα συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών τα οποία τιμολογούνται διαχωρισμένα από τη βιόσφαιρα αλλά και από τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα των οποίων αποτελούν αναπόσπαστα μέρη, αρνείται την ίδια τη φύση του προβλήματος. Η απόδοση μιας χρηματικής αξίας σε ένα μέρος της φύσης, π.χ. σε ένα προστατευμένο είδος ανεξάρτητα από το βιότοπο του, σε μια προστατευόμενη περιοχή ανεξάρτητα από το ευρύτερο οικοσύστημα στο οποίο εντάσσεται και όλα αυτά διαχωρισμένα από το σύνολο της βιόσφαιρας, προϋποθέτει τη λανθασμένη αντίληψη ότι το περιβάλλον αναλύεται σε ατομικά μέρη τα οποία μπορούν απλά να συναθροιστούν. Όπως έχει παρατηρήσει ο αμερικάνος μαρξιστής γεωγράφος David Harvey, αυτός ο τρόπος χρηματικών αξιολογήσεων συνήθως καταλύεται όταν κατανοούμε το περιβάλλον ως δομημένο οργανικά, οικοσυστημικά ή διαλεκτικά και όχι ως μια καρτεσιανή μηχανή με αντικαταστάσιμα μέρη. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι μια πολιτική που βασίζεται στην κοστολόγηση του φυσικού και κτισμένου περιβάλλοντος αποτυγχάνει στην κοινωνική της διάσταση καθώς οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, τείνει να περιορίζει το δημόσιο χαρακτήρα του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος και ρέπει στην έμμεση φορολόγηση και στην τελική μετακύλιση του κόστους στους πολίτες ακόμα και των χαμηλότερων εισοδημάτων και σε πολιτικές που δικαίως γίνονται αντιληπτές ως εισπρακτικά μέτρα.
2. ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Στην εποχή του ίδιου του Μαρξ δεν είχε τεθεί ούτε το ζήτημα τηςανάπτυξης, καθώς η σχετική προβληματική με τη σημερινή έννοια αναπτύχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε το περιβαλλοντικό ζήτημα, εφόσον η σχετική προβληματική έχει ιστορία σήμερα περίπου τριών δεκαετιών. Παρόλα αυτά η νεότερη μαρξιστική μεταπολεμική προβληματική διατύπωσε θεωρίες ανάπτυξης, οι πιο σημαντικές εκ των οποίων μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν το «κλασικό» ή «ορθόδοξο» μαρξιστικό υπόδειγμα ανάπτυξης και το νεομαρξιστικό υπόδειγμα στο πλαίσιο της σχολής της εξάρτησης.
Η ορθόδοξη μαρξιστική αντίληψη μπορούμε να πούμε ότι συνοψίζεται στη θεωρία των σταδίων. Αφετηρία της είναι η έμφαση που δίνει στην αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων – παραγωγικών σχέσεων στην ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης, υποτιμώντας αντίστοιχα τον ρόλο της αντίθεσης μεταξύ της άρχουσας και της κυριαρχούμενης τάξης, δηλαδή την ταξική πάλη, στο ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι η αντίληψη αυτή υποτιμά τον υποκειμενικό παράγοντα της ταξικής πάλης και υπερτιμά την αντικειμενικότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με τις παραγωγικές σχέσεις, για να θεμελιώσει τη βεβαιότητα της τελικής επικράτησης του σοσιαλιστικού κόσμου. Ερμηνεύει έτσι την ιστορία νομοτελειακά, σαν τα διάφορα στάδια εξέλιξης της κοινωνίας να διαδέχονται το ένα το άλλο, πειθαρχώντας σε ένα νόμο αναγκαστικής εξέλιξης. Η αντίληψη αυτή συνοδεύεται και από μία μονοσήμαντη, γραμμική προσέγγιση των σχέσεων βάσης – εποικοδομήματος που τείνει να αγνοεί την όποια σχετική αυτονομία του τελευταίου, καθώς και κάθε μορφή ανάδρασης του εποικοδομήματος ως προς τη βάση. Σήμερα με την ιστορική εμπειρία της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, δεν μπορούμε παρά να αντιλαμβανόμαστε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό σαν μια ιστορική δυνατότητα παρά σαν ιστορική αναγκαιότητα.
Μέσω της απολυτοποίησης του μαρξιστικού σχήματος της διαδοχής των τρόπων παραγωγής (ασιατικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός), το ορθόδοξο μαρξιστικό αναπτυξιακό υπόδειγμα παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με το συμβατικό αστικό υπόδειγμα ανάπτυξης. Μπορεί να κατηγορηθεί και αυτό ότι αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ιστορία ως γραμμική νομοτελειακή εξέλιξη από τον έναν τρόπο παραγωγής στον επόμενο, ενώ τα στάδια δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αντιστοιχούν στην ιστορία της Ευρώπης μόνο και για την ακρίβεια ούτε καν ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Έτσι συγκροτήθηκε η θεωρία των σταδίων η οποία αποτέλεσε ταυτόχρονα την ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία ανάπτυξης, καθώς η κοινωνική και ιστορική πρόοδος, την οποία συνιστά η εξελικτική διαδοχή των σταδίων, ταυτίστηκε με την ανάπτυξη. Ο καπιταλισμός ως το ανώτερο στάδιο πριν το σοσιαλισμό αναγορεύεται πρόοδος σε σχέση με όλες τις άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που ιστορικά προηγήθηκαν και έτσι δημιουργείται ένα ακόμα σημείο σύγκλισης με το συμβατικό αστικό αναπτυξιακό υπόδειγμα: η ανάπτυξη περνάει από τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό των λεγόμενων υπανάπτυκτων κοινωνιών. Οι θεωρητικές αυτές αντιλήψεις διαμόρφωναν και συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική. Σύμφωνα με αυτή, οι διάφορες «καθυστερημένες» χώρες εθεωρείτο ότι βρίσκονται στο φεουδαρχικό στάδιο ή ότι χαρακτηρίζονται από την επιβίωση φεουδαρχικών κατάλοιπων. Οι χώρες αυτές όφειλαν επομένως να περάσουν από το στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και ως εκ τούτου η «αστική επανάσταση», το «αστικοδημοκρατικό στάδιο» όπως επικράτησε να ονομάζεται, όφειλε να προηγηθεί της «σοσιαλιστικής επανάστασης».
Στο πλαίσιο αυτό, καθήκον των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν η συμμαχία με τα προοδευτικά στοιχεία της εθνικής αστικής τάξης, τα οποία θα αναλάμβαναν το έργο της καπιταλιστικής ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθούν οι όροι και οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό.
Το ορθόδοξο μαρξιστικό υπόδειγμα αμφισβητήθηκε από το νεομαρξιστικό ρεύμα, οι θεωρητικοί του οποίου συγκροτούν τη σχολή της εξάρτησης. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η εξάπλωση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα δεν οδηγεί στην ανάπτυξη των υπανάπτυκτων χωρών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε πολιτικό επίπεδο η στρατηγική των ορθόδοξων κομμουνιστικών κομμάτων βρέθηκε σε αντίφαση με τις συνθήκες ανάπτυξης των απελευθερωτικών κινημάτων στις χώρες της περιφέρειας, οδήγησε σε αυτή την αμφισβήτηση. Η κεντρική ιδέα του νεομαρξιστικού ρεύματος ήταν ότιαυτός καθαυτός ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα συνεπάγεται την εκμετάλλευση όλου του υπόλοιπου κόσμου από λίγες χώρες, έτσι ώστε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στα κέντρα του, να γίνεται σε βάρος της ανάπτυξης στην περιφέρεια, στην οποία συντελείται «ανάπτυξη της υπανάπτυξης».
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα αίτια της υπανάπτυξης δεν αναζητούνται στην έλλειψη ενσωμάτωσης του Τρίτου Κόσμου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα αλλά αντίθετα «ανάπτυξη» και «υπανάπτυξη» είναι οι δύο πλευρές της ίδιας διαδικασίας που συντελείται στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Μεταξύ των χωρών της περιφέρειας που παράγουν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας και των χωρών του κέντρου που παράγουν προϊόντα του δευτερογενούς, συντελούνται άνισες ανταλλαγές. Για παράδειγμα ο εργάτης ενός ορυχείου στον Τρίτο Κόσμο εξορύσσει μια πρώτη ύλη, η αξία της οποίας είναι συνάρτηση του μέσου αναγκαίου χρόνου εργασίας για την εξόρυξη. Αυτή θα πωληθεί στον Πρώτο Κόσμο και όταν θα την ξαναγοράσει με τη μορφή του βιομηχανικού προϊόντος, στην αξία του προϊόντος θα έχει προστεθεί η εργασία του εργάτη του εργοστασίου, του υπάλληλου που το σχεδίασε και πολλές άλλες δαπάνες. Επομένως όσο πιο κοντά είναι ο καταναλωτής στην πρωτογενή παραγωγή, τόσο πιο χαμηλής τιμής προϊόντα παράγει, και τόσο πιο υψηλής τιμής προϊόντα καταναλώνει. Γενικεύοντας, η εξάπλωση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, συνεπάγεται την εξάπλωση ενός διεθνούς καταμερισμού εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας μια χώρα η οποία εξάγει π.χ. αγροτικά προϊόντα για να εισάγει βιομηχανικά, αντιμετωπίζει ένα διαρκές εμπορικό έλλειμμα και η υπανάπτυξή της βαθαίνει, καθίσταται εξαρτημένη. Η ανάπτυξή της περνάει από τη διάρρηξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων της εξάρτησης, την απόσπαση από το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και την αυτόνομη ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας. Συνεπώς το ζήτημα της απελευθέρωσης από τον ιμπεριαλισμό και ταυτόχρονα της κοινωνικής επανάστασης θεωρήθηκε με αυτό το σκεπτικό ώριμο και επίκαιρο στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η πολιτική στρατηγική που απορρέει από αυτές τις θέσεις υπήρξε στις χώρες της περιφέρειας και ειδικά στη Λατινική Αμερική τη γενέτειρα του νεομαρξιστικού ρεύματος, πολύ πιο αποτελεσματική από αυτή του ορθόδοξου μαρξισμού που περίμενε τις συνθήκες να ωριμάσουν. Τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής βρέθηκαν έτσι στο περιθώριο των εξελίξεων με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Κούβα.
Παρά τις επιτυχίες του, το νεομαρξιστικό ρεύμα δεν κατάφερε ούτε αυτό να αμφισβητήσει τελικά την αστική έννοια της ανάπτυξης. Όλες οι εκδοχές του νεομαρξιστικού ρεύματος, τόσο η αντίληψη που θεωρεί ότι η υπανάπτυξη συνίσταται στην ύπαρξη προκαπιταλιστικών υπολειμμάτων, τόσο και αυτή που εκλαμβάνει την υπανάπτυξη ως κακή εκδοχή του καπιταλισμού της περιφέρειας σε αντίθεση με την «αναπτυξιακή» εκδοχή του καπιταλισμού του κέντρου, καταλήγουν σε τελική ανάλυση στην ταύτιση του καπιταλισμού με την ανάπτυξη. Σήμερα που η εκβιομηχάνιση των χωρών του Τρίτου Κόσμου έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη συντελεστεί, χωρίς καθόλου αυτό να μειώνει το χάσμα ευμάρειας ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, η σχολή της εξάρτησης καθίσταται ανεπίκαιρη. Συνοψίζοντας μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όλες οι παραδοσιακές εκδοχές του μαρξισμού δεν κατόρθωσαν να αμφισβητήσουν επί της ουσίας το συμβατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα. Η σημερινή επικαιρότητα, όπου η σύγκρουση της μεγεθυντικής ανάπτυξης με τα φυσικά όρια των οικοσυστημάτων αναδεικνύεται σε κορυφαίο ζήτημα, απαιτεί νέες προσεγγίσεις. Ενδεχομένως οι νέες αυτές μαρξιστικές προσεγγίσεις να ενσωματώσουν πλευρές του πλούσιου προβληματισμού περί ανάπτυξης που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του οικολογικού κινήματος από μη μαρξιστές θεωρητικούς. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον Ε.Μπιτσάκη κάθε νέα απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης «ταυτόχρονα σημαίνει αποκέντρωση, μέγιστη τοπική υλική και πολιτισμική αυτάρκεια, η οποία θα προϋποθέτει μια διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης με τον κεντρικό σχεδιασμό. […] Ταυτόχρονα, το σύνολο των αξιών της νέας κοινωνίας θα συνεπάγεται τη μείωση της κατανάλωσης πρώτων υλών και αγαθών». Η σύζευξη της ιδέας ότι η βιωσιμότητα απαιτεί κοινότητες αυτοδύναμες που αξιοποιούν όλους τους εγχώριους πόρους σε αντίθεση με τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, με την ιδέα ότι μια αυτοοργανωμένη ελεύθερη κοινωνία πρέπει να στηρίζεται σε μια αμεσοδημοκρατική πολιτική δομή, η ύπαρξη της οποίας απαιτεί την αποκέντρωση της εξουσίας στις συνελεύσεις των κοινοτήτων, υποστηρίχθηκε έντονα από τον αμερικάνο αναρχικό M. Bookchin. Κεντρική ιδέα είναι η οικονομικά και κοινωνικά αυτάρκης κοινότητα που δίνει τη δυνατότητα σε ένα τοπικό πληθυσμό να ικανοποιήσει τις περισσότερες ανάγκες του χρησιμοποιώντας τους τοπικούς πόρους. Η στρατηγική υποκατάστασης των εισαγόμενων προϊόντων με εγχώρια και της αυτοδύναμης ανάπτυξης, ενώ θυμίζει προτάσεις εμπνευσμένες από το νεομαρξιστικό ρεύμα και τη σχολή της εξάρτησης, υιοθετεί αυτές τις αρχές για πολύ διαφορετικούς λόγους και ως μέσα για πολύ διαφορετικούς στόχους. Ο βασικός λόγος είναι η αδυναμία αειφόρου συντήρησης και αναπαραγωγής μιας κοινωνίας που απαιτεί τόση ένταση μεταφορών ανθρώπων και αγαθών, όση χρειάζονται οι σύγχρονες πλούσιες κοινωνίες. Βέβαια στις απόψεις του M. Bookchin περιλαμβάνεται και η θέση ότι το υποκείμενο το οποίο θα πραγματοποιήσει τη μετάβαση σε αυτή την κοινωνία δεν είναι η εργατική τάξη αλλά η κοινότητα.
Αναμφισβήτητα όμως ένα σύγχρονο βιώσιμο σύστημα παραγωγής, μεταφοράς και κατανάλωσης τροφίμων, θα πρέπει να βασίζεται στο τρίπτυχο οικολογικές (βιολογικές) μέθοδοι παραγωγής τροφίμων, επιστροφή των θρεπτικών συστατικών στο έδαφος και άρση της χωρικής διάστασης των χώρων παραγωγής με τους χώρους κατανάλωσης τροφίμων. Η τελευταία συνεπάγεται άρση της αντίθεσης πόλης – υπαίθρου και επομένως αξιοποίηση όλων των τοπικών πόρων στο επίπεδο της κοινότητας. Ο Τζ. Μπ. Φόστερ στο βιβλίο του «οικολογία και καπιταλισμός», εκκινώντας από μια θέση του ίδιου του Μαρξ παρουσιάζει μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση του ζητήματος. Μπορεί στην εποχή του Μαρξ να μην υπήρχε το οικολογικό πρόβλημα στις σημερινές του διαστάσεις, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον δεν είχε αρχίσει ήδη να παρουσιάζει προβλήματα. Το μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής ήταν η λεγόμενη κρίση γονιμότητας του εδάφους, η οποία είναι σύγχρονη της βιομηχανικής επανάστασης και της συνακόλουθης όξυνσης της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Η αστικοποίηση, η συγκέντρωση των ανθρώπων στις πόλεις, δηλαδή η απομάκρυνση των ανθρώπων (και των ζώων) από τις καλλιέργειες και η αύξηση της απόστασης των κέντρων κατανάλωσης από τα κέντρα παραγωγής τροφίμων, επέφερε τη διαταραχή του κύκλου των θρεπτικών συστατικών του εδάφους, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της φυσικής γονιμότητας του. Ο κύκλος αυτός συνίσταται στην επιστροφή στο έδαφος των θρεπτικών εκείνων στοιχείων που καταναλώνονται από τον άνθρωπο και τα ζώα. Μέσω της διάστασης της πόλης από την ύπαιθρο τα συστατικά αυτά αντί να επιτίθενται στο έδαφος βελτιώνοντας τη γονιμότητα του, όπως γινόταν επί αιώνες, απομακρύνονται από την καλλιέργεια και ρυπαίνουν το περιβάλλον με τη μορφή των βοθρολυμάτων. Κατά την περίοδο από το 1830 έως το 1870 η εξάντληση της φυσικής γονιμότητας του εδάφους λόγω της απώλειας των θρεπτικών συστατικών του, ήταν η κύρια οικολογική ανησυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Αυτή η περίοδος έγινε μάρτυρας της ανάπτυξης του «ιμπεριαλισμού του γκουάνο»,[1] καθώς οι χώρες χτένιζαν τον πλανήτη για φυσικά λιπάσματα, της εμφάνισης της μοντέρνας εδαφολογίας, της σταδιακής εισαγωγής συνθετικών λιπασμάτων και της διατύπωσης ριζοσπαστικών απόψεων για την ανάπτυξη μιας βιώσιμης γεωργίας, με τελικό στόχο την εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Σήμερα μια ολοένα βαθύτερη κατανόηση της οικολογικής ζημιάς λόγω της χρήσης συνθετικών χημικών εισροών, η κλίμακα της οποίας αυξήθηκε πάρα πολύ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει προκαλέσει νέο ενδιαφέρον για τη βιώσιμη γεωργία, στην οποία ο κύκλος των θρεπτικών συστατικών του εδάφους παίζει έναν κεντρικό ρόλο. Η ανάγκη δημιουργίας μιας οικολογικά ασφαλούς σχέσης μεταξύ ανθρώπων κι εδάφους ανακαλύπτεται εκ νέου. Εκείνη την εποχή ο Μαρξ έρχεται να υποστηρίξει σε γενικές γραμμές ότι η μη βιωσιμότητα της καπιταλιστικής γεωργίας συνδέεται με τον ανταγωνισμό μεταξύ πόλης και υπαίθρου, από τον οποίο έχει αναδειχθεί η αστική κοινωνία. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου γράφει:«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή μαζί με τη διαρκώς αυξανόμενη υπεροχή του αστικού πληθυσμού, που τον συγκεντρώνει σε μεγάλα κέντρα, από τη μια μεριά συσσωρεύει την ιστορική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, ενώ από την άλλη διαταράσσει την ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γη, δηλαδή την επιστροφή στο έδαφος των συστατικών του εδάφους που καταναλώνει ο άνθρωπος με τη μορφή της τροφής και της ένδυσης, και επομένως τον αιώνιο όρο αέναης γονιμότητας του εδάφους. […] Κάθε πρόοδος της κεφαλαιοκρατικής γεωργίας, δεν είναι πρόοδος μόνο στην τέχνη καταλήστευσης του εργάτη, μα και στην τέχνη καταλήστευσης του εδάφους, κάθε πρόοδος στην άνοδο της γονιμότητας του για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι ταυτόχρονα και πρόοδος στην καταστροφή των μόνιμων πηγών αυτής της γονιμότητας. […] Επομένως, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβλύζει κάθε πλούτος: το έδαφος και τον εργάτη.[2]» Η κρίση γονιμότητας του εδάφους αντιμετωπίζεται με την εισαγωγή στην αρχή φυσικών και στη συνέχεια συνθετικών λιπασμάτων. Η τεχνολογική εξέλιξη στον τομέα επέφερε μεγάλη διαθεσιμότητα φτηνών αζωτούχων λιπασμάτων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που με τη σειρά της έθεσε σε κίνηση μια σειρά αλλαγών. Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν τελικά και στην απομάκρυνση των ζώων από τα εδάφη που παράγουν την τροφή τους. Η τάση αυτή ενισχύθηκε και από την επιτάχυνση της ανάπτυξης στην γεωργική παραγωγή, τη μεταποίηση και το μάρκετινγκ, καθώς οι επιχειρήσεις άρχισαν να ενθαρρύνουν την εκτροφή ζώων στις μεγάλες εγκαταστάσεις τους. Επομένως, η παραγωγή ζώων συγκεντρώθηκε σε συγκεκριμένες περιοχές εντείνοντας την τάση εξάντλησης των θρεπτικών στοιχείων και της οργανικής ύλης στα καλλιεργούμενα εδάφη. Επίσης οι σκληρές συνθήκες υπό τις οποίες εκτρέφονται τα ζώα στις μεγάλης κλίμακας παραγωγικές εγκαταστάσεις, ευνοούν κατ’ αρχήν την ανάπτυξη και την διάδοση ασθενειών, επιβάλλοντας τη συχνή χρήση αντιβιοτικών. Η συνεχής χρήση φαρμάκων προκαλεί αντιβιοτική μόλυνση της τροφής και την ανάπτυξη βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να προκαλείται κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία. Η έλλειψη καλής αμειψισποράς (καλλιέργειας που περιλαμβάνει και αγρανάπαυση), κυρίως λόγω της διαθεσιμότητας φθηνών συνθετικών λιπασμάτων, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια εδαφικής οργανικής ύλης και τη μείωση της ποικιλότητας οργανισμών στο έδαφος. Αυτή η υποβάθμιση της ποιότητας του εδάφους επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων πληθυσμών νοσηρών οργανισμών και φυτικών παρασίτων, που κανονικά θα ελέγχονταν από μια πολυειδή κοινότητα ανταγωνιστικών οργανισμών. Επίσης τα άρρωστα φυτά έχουν την τάση να προσελκύουν περισσότερα έντομα από τα υγιή. Το επακόλουθο είναι να χρησιμοποιούνται μεγαλύτερες ποσότητες φυτοφαρμάκων στην προσπάθεια να εξοντωθούν οργανισμοί οι οποίοι προκύπτουν από την υποβάθμιση του εδάφους. Μέσω της σύγχρονης, βιομηχανοποιημένης γεωργίας δεν μειώνεται η βιοποικιλότητα μόνο των μικροοργανισμών στα καλλιεργούμενα εδάφη. Η καλλιέργεια τροφίμων με σκοπό την πώληση τους σε απομακρυσμένες αγορές απαιτεί ένα υψηλό επίπεδο ειδίκευσης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με παραγωγούς που βρίσκονται σε άλλες χώρες κατά μήκος της υδρογείου. Θα καλλιεργηθούν λοιπόν μόνο αυτές οι ποικιλίες που είναι σε θέση να αντέξουν την αποθήκευση και μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις και να διατηρούν καλή εμφάνιση στο ράφι του σούπερ μάρκετ, σε βάρος των τοπικών πιο εύγευστων ή πιο θρεπτικών ποικιλιών. Έτσι από τις διαπιστώσεις του Μαρξ καταλήγουμε σε μία ανάλυση η οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει μία σειρά σύγχρονων περιβαλλοντικών προβλημάτων όπως η μείωση της βιοποικιλότητας, η κατάχρηση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, οι διατροφικές κρίσεις κ.ά
Ταυτόχρονα η βιομηχανοποιημένη, εξειδικευμένη γεωργία καταστρέφει τους μικρούς παραγωγούς στις «ανεπτυγμένες» χώρες, οι οποίοι αφενός δεν έχουν τη δυνατότητα να παράγουν αρκετά φτηνά και σε ικανοποιητικές ποσότητες για τους λεγόμενους «ενδιάμεσους» στην αλυσίδα παραγωγής τροφίμων και αφετέρου είναι υποχρεωμένοι να βασίζονται στις επιδοτήσεις για να ανταγωνιστούν το πολύ χαμηλό κόστος εργασίας στις «υπανάπτυκτες» χώρες. Στις τελευταίες τα τρόφιμα που παράγονται δεν αντιμετωπίζονται σαν τρόπος εξασφάλισης του πληθυσμού από τον κίνδυνο της πείνας αλλά σαν εμπορεύματα για εξωτερικό εμπόριο, αποπληρωμή των χρεών και προσπορισμό ξένου συναλλάγματος. Έτσι τα πλέον εύφορα εδάφη στον Τρίτο Κόσμο καταλαμβάνονται από εξαγωγικές μονοκαλλιέργειες. Οι μόνοι που ωφελούνται από αυτή την κατάσταση είναι οι «ενδιάμεσοι»: οι μεγάλες εταιρείες μεταφοράς, επεξεργασίας και συσκευασίας, διανομής και λιανικής πώλησης τροφίμων, που κρατάνε χαμηλά τις τιμές που αποδίδουν στους παραγωγούς ενώ αυξάνουν τις τιμές για τους καταναλωτές. Μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση των σχέσεων περιβάλλοντος και ανάπτυξης μπορούμε να πούμε ότι περνάει από την αμφισβήτηση της ταύτισης ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό συμπεριλαμβάνει την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του δείκτη του ρυθμού αύξησης του Α.Ε.Π. ως μέτρο της οικονομικής απόδοσης, της ανάπτυξης, του εθνικού πλούτου και τελικά της προόδου. Πρόκειται για μια κριτική προσέγγιση στις κυρίαρχες αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες η σύνθεση του εθνικού πλούτου είναι αδιάφορη και το ερώτημα ποιος επωφελείται από την αύξηση του εθνικού προϊόντος δεν τίθεται καν. Το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. θεωρείται μέτρο του βιοτικού επιπέδου, ενώ στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά το συνολικό χρηματικό εισόδημα μιας χώρας διαιρούμενο με τον πληθυσμό της, αποκρύπτοντας έτσι τον παράγοντα της περισσότερο ή λιγότερο άνισης κατανομής του εθνικού πλούτου. Εφόσον η κυριότερη μέριμνα είναι η αύξηση του συνολικού όγκου της εμπορευματικής παραγωγής, οι ορθολογικές οικονομικές αποφάσεις που παίρνονται σε αυτή την κατεύθυνση, έχουν απολύτως ανορθολογικά αποτελέσματα. Σύμφωνα π.χ. με τον αυστραλό θεωρητικό της «κατάλληλης ανάπτυξης» Τ. Trainer «σε γενικές γραμμές μπορεί να πραγματοποιηθούν πολύ περισσότερα κέρδη από την κατασκευή σχετικά εφήμερων, περίτεχνων ή ακριβών πραγμάτων για σχετικά πλούσιους ανθρώπους, παρά από την κατασκευή ειδών πρώτης ανάγκης για τους φτωχούς. Έτσι ο συμβατικός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι στον Τρίτο Κόσμο είναι πολύ πιο αποδοτικό και παραγωγικό να επενδύει κανείς χρήματα στην παραγωγή λουλουδιών για εξαγωγή, παρά τροφίμων για τους λιμοκτονούντες».
Ο ανορθολογισμός αυτός προκύπτει από την κατάλυση των ποιοτικών σχέσεων και την αποκλειστική ενασχόληση με τις ποσοτικές, από την υπεραπλούστευση της πολυδιάστατης φύσης του προβλήματος της ανάπτυξης. Πρόκειται για το γενικότερο μεθοδολογικό πρόβλημα της τρέχουσας τυπικής θετικιστικής αντίληψης των επιστημών, που περιορίζει την έρευνα σε φαινόμενα που μετριούνται εύκολα και καταλήγουν σε καθαρές και επαληθεύσιμες εμπειρικές σχέσεις, τείνοντας στην αγνόηση πιο σύνθετων και πιθανώς μη μετρήσιμων μεταβλητών.
Η ταύτιση της ανάπτυξης με την οικονομική μεγέθυνση οδηγεί και στο λεγόμενο παράδοξο του πλεονάσματος: όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουμε, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να πετύχουμε. Όταν οι κεφαλαιοκράτες επενδύουν, βγάζουν συνήθως ένα π.χ. 10% κέρδος ετησίως, πράγμα που αυξάνει διαρκώς τον όγκο του διαθέσιμου κεφαλαίου για επενδύσεις. Το πρόβλημα της εξεύρεσης επικερδών επενδυτικών διεξόδων για όλο αυτό το διαρκώς αυξανόμενο πλεόνασμα γίνεται όλο και πιο δυσεπίλυτο. Το μακροπρόθεσμο ποσοστό κέρδους έχει φθίνουσα τάση από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επειδή είναι όλο και πιο δύσκολο να βγει ένα «κανονικό» ποσοστό κέρδους από την παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων (όσοι μπορούν να αγοράσουν ψυγείο έχουν ήδη ένα και δεν χρειάζονται άλλο) οι κεφαλαιούχοι κινούνται όλο και περισσότερο στην κατεύθυνση π.χ. της χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος – αποτελεί ίσως περισσότερο οικονομική αναγκαιότητα, παρά πολιτική επιλογή.
Εξ ου και το παράδοξο: όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουμε, τόσο περισσότερο κεφάλαιο συσσωρεύεται, άρα αντίστοιχα πρέπει να μεγαλώνει η παραγωγή και η κατανάλωση για να επανεπενδύεται. Η υπερπαραγωγή και η υπερκατανάλωση συνεπάγονται μεγαλύτερη πίεση στο φυσικό περιβάλλον, το οποίο ήδη έχει φτάσει σε οριακό σημείο σε ότι αφορά τη δυνατότητά του να προμηθεύει ενέργεια και πρώτες ύλες και να απορροφά απόβλητα. Επομένως το συμβατικό αναπτυξιακό υπόδειγμα οδηγεί, σε μια οικονομία που όσο περισσότερο αναπτύσσεται, τόσο περισσότερο πρέπει να αναπτυχθεί για να μην περιέλθει σε κρίση, καταστρέφοντας συγχρόνως το περιβάλλον, χωρίς καν να επιτυγχάνει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανάπτυξης για όλους.
Οφείλουμε να θέσουμε από την αρχή τα ερωτήματα που το κυρίαρχο αναπτυξιακό υπόδειγμα αδυνατεί να θέσει: Τι σχέση έχει το ατομικό ή εθνικό χρηματικό εισόδημα με το πραγματικό βιοτικό επίπεδο, την πρόοδο και την ανάπτυξη; Ποιες είναι επιθυμητές μορφές επενδύσεων και παραγωγικής δραστηριότητας και ποιες δεν είναι; Ποια είναι τα όρια της ανάπτυξης και πότε μπορούμε να πούμε ότι έχουμε υπερβολική ανάπτυξη;Μπορούμε να φανταστούμε ότι σε μια αναπτυξιακή διαδικασία με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών και των δικαιωμάτων της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, οι αναπτυξιακοί πόροι θα διοχετευτούν και σε πολλές δραστηριότητες που δεν είναι επικερδείς και δεν αυξάνουν ή και μειώνουν προοπτικά το Α.Ε.Π., όπως π.χ. δραστηριότητες που θα δώσουν τη δυνατότητα στον πληθυσμό να εξασφαλίζει αγαθά για την κάλυψη των αναγκών του, χωρίς να χρειάζεται να τα προμηθεύεται μέσα από τη χρηματική οικονομία. Επειδή σχεδόν πάντα συμβαίνει η πιο επιθυμητή ανάπτυξη που αφορά τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και των οικοσυστημάτων να μην ταυτίζεται με εκείνη που υπόσχεται το μέγιστο οικονομικό όφελος, η αναζήτηση μιας σύγχρονης μαρξιστικής προσέγγισης θα βρίσκεται στους αντίποδες του συμβατικού αναπτυξιακού υποδείγματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνοπούλου Σ. (1990) Θεωρίες Ανάπτυξης Υπανάπτυξης. Αθήνα: Σημειώσεις παραδόσεων Ε.Μ.Π. Αντωνοπούλου Σ. (1997) «Το κυρίαρχο πρότυπο ανάπτυξης και η μαρξιστική απόπειρα υπέρβασής του», περιοδικό Ουτοπία, τ.26, σσ.119-132
Μπιτσάκης Ε. (1997) «Οικολογία: μια μαρξιστική προσέγγιση», περιοδικό Ουτοπία, τ.26, σσ.23-52
Φωτόπουλος Τ. (1997) «Η οικολογική κρίση και η δημοκρατία», περιοδικό Ουτοπία, τ.26, σσ.53-72 Φόστερ Τζ. Μπ. (2002)
Οικολογία και καπιταλισμός. Αθήνα: Μεταίχμιο Trainer T. (1994-95) «Τι είναι ανάπτυξη;», περιοδικό Κοινωνία και Φύση, τ.7, σσ.35-65
1.Σωρευμένη κοπριά πουλιών υψηλής περιεκτικότητας σε άζωτο και φωσφορικά άλατα. Λόγω του βρετανικού μονοπωλίου στα περουβιανά αποθέματα γκουάνο, οι ΗΠΑ κατέλαβαν 94 νησιά, βραχονησίδες και νησίδια ανά την υδρόγειο μεταξύ του 1856 και του 1903.
2.Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», Τόμος Α-Μέρος 4ο: Η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας- κεφ. 10: Μεγάλη βιομηχανία και γεωργία.